- προσαπεδείχθη
- προσαποδείκνυμιproveaor ind pass 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσαποδείκνυμι — Α [ἀποδείκνυμι] 1. αποδεικνύω κάτι επιπροσθέτως 2. ορίζω κάτι επί πλέον 3. (σχετικά με πρόσ.) διορίζω κάποιον ακόμη («σύνναος τῷ Διὶ προσαπεδείχθη καὶ ἡ Διώνη», Στράβ.) … Dictionary of Greek